ἀπαιτητής: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=a)paithth/s | |Beta Code=a)paithth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, [[tax-gatherer]], PAmh.2.72, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>514.1</span> (ii A.D.), etc. | |Definition=οῦ, ὁ, [[tax-gatherer]], PAmh.2.72, <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>514.1</span> (ii A.D.), etc. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[cobrador de impuestos]] ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) <i>PAmh</i>.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (<i>sic</i>) ἀ. ... κώμης Καρανίδος <i>PN.York</i> 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων <i>POxy</i>.514.1 (II d.C.), <i>PCol</i>.137.19 (IV d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαιτητής''': -οῦ, ὁ, [[φορολόγος]], [[εἰσπράκτωρ]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β. | |lstext='''ἀπαιτητής''': -οῦ, ὁ, [[φορολόγος]], [[εἰσπράκτωρ]], Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀπαιτητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[απαίτηση]], [[αξίωση]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλέκτης]] φόρων, [[φοροεισπράκτορας]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀπαιτητής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει [[απαίτηση]], [[αξίωση]] για [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[συλλέκτης]] φόρων, [[φοροεισπράκτορας]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:44, 1 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, tax-gatherer, PAmh.2.72, POxy.514.1 (ii A.D.), etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
cobrador de impuestos ἀ. ... Ἑρμοπολ(ίτου) PAmh.2.72.1, σιτολόγοι ἤται (sic) ἀ. ... κώμης Καρανίδος PN.York 3.2 (IV d.C.), ἀ. σι(τικῶν) φόρων POxy.514.1 (II d.C.), PCol.137.19 (IV d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαιτητής: -οῦ, ὁ, φορολόγος, εἰσπράκτωρ, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 237Β.
Greek Monolingual
ο (Α ἀπαιτητής)
νεοελλ.
αυτός που έχει απαίτηση, αξίωση για κάτι
αρχ.
συλλέκτης φόρων, φοροεισπράκτορας.