τέτραμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(41)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=te/tramos
|Beta Code=te/tramos
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρόμος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>1.24</span> (cod. θ), Erot.; cf. [[τέτρομος]].</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> = [[τρόμος]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Morb.</span>1.24</span> (cod. θ), Erot.; cf. [[τέτρομος]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[τρόμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] [[τραμ]]- του θ. <i>τρεμ</i>- του ρ. [[τρέμω]] και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό <i>τε</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τέ</i>-<i>τανος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τέτρᾰμος Medium diacritics: τέτραμος Low diacritics: τέτραμος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΣ
Transliteration A: tétramos Transliteration B: tetramos Transliteration C: tetramos Beta Code: te/tramos

English (LSJ)

ὁ,

   A = τρόμος, Hp.Morb.1.24 (cod. θ), Erot.; cf. τέτρομος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τρόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τραμ- του θ. τρεμ- του ρ. τρέμω και εμφανίζει επιτατικό αναδιπλασιασμό τε- (πρβλ. τέ-τανος)].