οἰνάρεος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=oi)na/reos
|Beta Code=oi)na/reos
|Definition=α, ον, [[of vine leaves]] or [[twigs]], Ibyc.1.6; σποδίη <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.195</span>.
|Definition=α, ον, [[of vine leaves]] or [[twigs]], Ibyc.1.6; σποδίη <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.195</span>.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de pampre, de vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴναρον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰνάρεος''': [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.
|lstext='''οἰνάρεος''': [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />de pampre, de vigne.<br />'''Étymologie:''' [[οἴναρον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰνάρεος]], -έα, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴναρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεκτάρ</i>-<i>εος</i>)].
|mltxt=[[οἰνάρεος]], -έα, -ον (Α)<br />κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἴναρον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεκτάρ</i>-<i>εος</i>)].
}}
}}

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνᾰρεος Medium diacritics: οἰνάρεος Low diacritics: οινάρεος Capitals: ΟΙΝΑΡΕΟΣ
Transliteration A: oináreos Transliteration B: oinareos Transliteration C: oinareos Beta Code: oi)na/reos

English (LSJ)

α, ον, of vine leaves or twigs, Ibyc.1.6; σποδίη Hp.Mul.2.195.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de pampre, de vigne.
Étymologie: οἴναρον.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνάρεος: [ᾰ], -α, -ον, ὁ ἐκ φύλλων ἀμπέλου κατασκευασθείς, Ἴβυκος ὁ Ρηγῖνος παρ’ Ἀθην. 601Β, Ἱππ. 668. 54.

Greek Monolingual

οἰνάρεος, -έα, -ον (Α)
κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά της αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. -εος (πρβλ. νεκτάρ-εος)].