οἰστροπλάνεια: Difference between revisions

From LSJ

Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft

Menander, Monostichoi, 487
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰστροπλάνεια]], ἡ (Α)<br />(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε [[παραφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> <i>πλανῶμαι</i>].
|mltxt=[[οἰστροπλάνεια]], ἡ (Α)<br />(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε [[παραφροσύνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶστρος]] <span style="color: red;">+</span> <i>πλανῶμαι</i>].
}}
{{elmes
|esmgtx=ἡ [[que empuja a la locura]] ref. a Hécate-Selene σαρκοφάγε καὶ ἀωροβόρε, καπετόκτυπε, οἰ. <b class="b3">comedora de carne, que devoras a los que mueren prematuramente, que golpeas las tumbas, que empujas a la locura</b> P IV 2868
}}
}}

Revision as of 15:15, 15 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰστροπλάνεια Medium diacritics: οἰστροπλάνεια Low diacritics: οιστροπλάνεια Capitals: ΟΙΣΤΡΟΠΛΑΝΕΙΑ
Transliteration A: oistropláneia Transliteration B: oistroplaneia Transliteration C: oistroplaneia Beta Code: oi)stropla/neia

English (LSJ)

[πλᾰ], ἡ, causing the wanderings of madness, epithet of Hecate, PMag.Par.1.2868.

Greek (Liddell-Scott)

οἰστροπλάνεια: ἐπίθετ. Σελήνης, Ὕμν. ἐκδ. ὑπὸ Miller ἐν Mél. de litter gr. σ. 455.

Spanish

que empuja a la locura

Greek Monolingual

οἰστροπλάνεια, ἡ (Α)
(για την Εκάτη) αυτή που προκαλεί περιπλανήσεις οι οποίες οφείλονται σε παραφροσύνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλανῶμαι].

Léxico de magia

que empuja a la locura ref. a Hécate-Selene σαρκοφάγε καὶ ἀωροβόρε, καπετόκτυπε, οἰ. comedora de carne, que devoras a los que mueren prematuramente, que golpeas las tumbas, que empujas a la locura P IV 2868