τετάρπετο: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetarpeto
|Transliteration C=tetarpeto
|Beta Code=teta/rpeto
|Beta Code=teta/rpeto
|Definition=τετᾰν-πόμενος, τετᾰν-πώμεσθα, v. [[τέρπω]].
|Definition=τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. [[τέρπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετάρπετο:''' γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του [[τέρπω]]· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.
|lsmtext='''τετάρπετο:''' γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του [[τέρπω]]· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετάρπετο Medium diacritics: τετάρπετο Low diacritics: τετάρπετο Capitals: ΤΕΤΑΡΠΕΤΟ
Transliteration A: tetárpeto Transliteration B: tetarpeto Transliteration C: tetarpeto Beta Code: teta/rpeto

English (LSJ)

τεταρπόμενος, τεταρπώμεσθα, v. τέρπω.

Greek (Liddell-Scott)

τετάρπετο: -πώμεσθα, -πόμενος, ἴδε ἐν λ. τέρπω.

English (Autenrieth)

see τέρπω.

Greek Monotonic

τετάρπετο: γʹ ενικ. με αναδιπλ. Παθ. αορ. βʹ του τέρπω· τεταρπώμεσθα, αʹ πληθ. υποτ. τεταρπόμενος, μτχ.