τριηριτικός: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "shd. " to "should ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triiritikos
|Transliteration C=triiritikos
|Beta Code=trihritiko/s
|Beta Code=trihritiko/s
|Definition=ή, όν, of or like a [[trireme]], ὑποζώματα <span class="title">IG</span>22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη <span class="bibl">App.<span class="title">Praef.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pun.</span>96</span>, and -ρετικοὶ φάσηλοι <span class="bibl">Id.<span class="title">BC</span> 5.95</span>, <b class="b3">τριηριτ-</b> shd. be read.
|Definition=ή, όν, of or like a [[trireme]], ὑποζώματα <span class="title">IG</span>22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη <span class="bibl">App.<span class="title">Praef.</span>10</span>, <span class="bibl"><span class="title">Pun.</span>96</span>, and -ρετικοὶ φάσηλοι <span class="bibl">Id.<span class="title">BC</span> 5.95</span>, <b class="b3">τριηριτ-</b> should be read.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:40, 7 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐηρῑτικός Medium diacritics: τριηριτικός Low diacritics: τριηριτικός Capitals: ΤΡΙΗΡΙΤΙΚΟΣ
Transliteration A: triēritikós Transliteration B: triēritikos Transliteration C: triiritikos Beta Code: trihritiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or like a trireme, ὑποζώματα IG22.1629.70,100,134: for τριηρετικὰ σκεύη App.Praef.10, Pun.96, and -ρετικοὶ φάσηλοι Id.BC 5.95, τριηριτ- should be read.

Greek (Liddell-Scott)

τριηριτικός: -ή, -όν, κρατὴρ τριηριτικὸς Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν, Ἐφ. Ἀρχ. β΄ περ. 438. ― Ἐν τῷ Θησ. Στεφ. ἀνεγράφη μὲν τὸ ἐπίθ. ἐκ τοῦ Ἀππιανοῦ 5, 95, ἀλλ’ ἡ ὀρθότης τῆς γραφῆς ἠπιστήθη, καὶ προυτάθησαν διορθώσεις τριηρετικὸς καὶ τριηρικός, αἵτινες καὶ φέρονται ἔν τισι τῶν ἐκδόσεων, Συναγ. Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.
τριηρῑτικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων εἰς τριήρη, ἢ ὅμοιος πρὸς τριήρη, τρ. σκεύη Ἀππ. Ρωμαϊκ. Ἱστ. Προοίμ. 10, τοῦ αὐτοῦ Καρχηδ. 96· φάσηλοι τοῦ αὐτοῦ Ἐμφυλ. 5. 95· ― Ὁ τύπος οὗτος ἀποκατεστάθη ἀντὶ τοῦ κοινοῦ τριηρετικὸς ἐξ Ἐπιγραφῶν, ἴδε Böckh Urkunden σελ. 416, κτλ.· οὕτω τετρηριτικά, τά, αὐτόθι 542.

Greek Monolingual

και, εσφ. γρφ., τριηρετικός, -ή, -όν, Α τριήρης
αυτός που ανήκει σε τριήρη ή αυτός που μοιάζει με τριήρη («τριηριτικὰ σκεύη», Αππ.).