ἀνάρπαστος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> entraîné de force.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναρπάζω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> [[entraîné de force]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀναρπάζω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 30 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρπαστος: -ον, [[[ὡσαύτως]] ἡ (ὀξυτόνως) ἐν Εὐρ. Ἑκ. 206: εἰσόψει χειρὸς ἀναρπαστὰν σᾶς ἄπο]: (ἀναρπάζω): - ὁ ἀναρπασθείς, ὁ ἀπαχθείς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀνάρπαστον γεγονέναι Πλάτ. Φαῖδρ. 229C. 2) ὁ ἀπαχθείς εἰς τὰ μεσόγαια, ὅ ἐ. εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, ἀναρπάστους πρὸς βασιλέα γεγονέναι καὶ ἐκεῖ δουλεύειν Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 33: - ἐπὶ προσώπ. ἐξοριζομένων ἢ ἄλλως τιμωρουμένων, ἀναρπάστους ἐποίει Ἡρωδιαν. 7. 3, 3: ἴδε ἀνάσπαστος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καὶ ποιῶν ἀναρπάστους αὐτῶν τοὺς βίους, καὶ παραδίδων τὰς περιουσίας αὐτῶν εἰς διαρπαγήν, Πολύβ. 9. 26, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, etc.);
2 entraîné de force.
Étymologie: ἀναρπάζω.