ἀνάρπαστος

From LSJ

ἀρκετὸν τῇ ἡμέρᾳ ἡ κακία αὐτῆς → sufficient unto the day is the evil thereof, each day has enough trouble of its own, there is no need to add to the troubles each day brings (Matthew 6:34)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάρπαστος: -ον, [[[ὡσαύτως]] ἡ (ὀξυτόνως) ἐν Εὐρ. Ἑκ. 206: εἰσόψει χειρὸς ἀναρπαστὰν σᾶς ἄπο]: (ἀναρπάζω): - ὁ ἀναρπασθείς, ὁ ἀπαχθείς, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.: ὑπὸ τοῦ Βορέου ἀνάρπαστον γεγονέναι Πλάτ. Φαῖδρ. 229C. 2) ὁ ἀπαχθείς εἰς τὰ μεσόγαια, ὅ ἐ. εἰς τὴν κεντρικὴν Ἀσίαν, ἀναρπάστους πρὸς βασιλέα γεγονέναι καὶ ἐκεῖ δουλεύειν Ξεν. Ἀπομ. 4. 2, 33: - ἐπὶ προσώπ. ἐξοριζομένων ἢ ἄλλως τιμωρουμένων, ἀναρπάστους ἐποίει Ἡρωδιαν. 7. 3, 3: ἴδε ἀνάσπαστος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, καὶ ποιῶν ἀναρπάστους αὐτῶν τοὺς βίους, καὶ παραδίδων τὰς περιουσίας αὐτῶν εἰς διαρπαγήν, Πολύβ. 9. 26, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entraîné en haut (dans le ciel, à travers l'espace, etc.);
2 entraîné de force.
Étymologie: ἀναρπάζω.