λωμάτιον: Difference between revisions

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' τό) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (pape replacement)
Line 7: Line 7:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λωμάτιον:''' τό [[одеяние]], [[плащ]] (μήλινον Anth.).
|elrutext='''λωμάτιον:''' τό [[одеяние]], [[плащ]] (μήλινον Anth.).
}}
{{pape
|ptext=τό, dim. zu [[λῶμα]], Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die [[Kleider]] [[selbst]] zu sein [[scheinen]].
}}
}}

Revision as of 16:45, 24 November 2022

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 petite bordure;
2 casaque militaire.
Étymologie: λῶμα.

Greek Monolingual

λωμάτιον, τὸ (Α) λώμα
(υποκορ. του λώμα) λεπτό σειρήτι, λεπτή γαρνιτούρα της άκρης του φορέματος.

Russian (Dvoretsky)

λωμάτιον: τό одеяние, плащ (μήλινον Anth.).

German (Pape)

τό, dim. zu λῶμα, Lucill. 114 (IX.210), wo μήλινα λωμάτια die Kleider selbst zu sein scheinen.