συμβολοφύλαξ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)φύλαξ" to "Full diacritics=$1φῠ́λᾰξ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=συμβολοφῠ́λᾰξ | ||
|Medium diacritics=συμβολοφύλαξ | |Medium diacritics=συμβολοφύλαξ | ||
|Low diacritics=συμβολοφύλαξ | |Low diacritics=συμβολοφύλαξ |
Latest revision as of 20:20, 16 April 2023
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, keeper of receipts, PRev.Laws 10.2, al. (iii B.C.).
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
φύλακας τών συμβόλων, αυτός που τηρούσε αρχείο τών αποδείξεων συμφωνιών, οι οποίες συντάσσονταν εις διπλούν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύμβολον + φύλαξ.