δυσπαράγραφος: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ [[ποσότης]] Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0686.png Seite 686]] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ [[ποσότης]] Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαράγρᾰφος:''' [[трудно определимый]] (δ. ἐστιν ἡ [[ποσότης]], οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπαράγραφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται<br /><b>2.</b> (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.
|mltxt=[[δυσπαράγραφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται<br /><b>2.</b> (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.
}}
{{elru
|elrutext='''δυσπαράγρᾰφος:''' [[трудно определимый]] (δ. ἐστιν ἡ [[ποσότης]], οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).
}}
}}

Revision as of 12:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπαράγρᾰφος Medium diacritics: δυσπαράγραφος Low diacritics: δυσπαράγραφος Capitals: ΔΥΣΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ
Transliteration A: dysparágraphos Transliteration B: dysparagraphos Transliteration C: dysparagrafos Beta Code: duspara/grafos

English (LSJ)

ον, hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.

German (Pape)

[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.

Russian (Dvoretsky)

δυσπαράγρᾰφος: трудно определимый (δ. ἐστιν ἡ ποσότης, οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.

Greek Monolingual

δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.