ἄπηκτος: Difference between revisions
Ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → Sile, melius vel loquere silentio → Was besser ist als Schweigen, sage oder schweig
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] = [[ἀπαγής]], Arist. gen. anim. 2, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0290.png Seite 290]] = [[ἀπαγής]], Arist. gen. anim. 2, 2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄπηκτος:''' [[не густеющий]], [[не твердеющий]], [[не застывающий]] ([[ἀήρ]], [[πιμελή]] Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί. | |mltxt=κ. άπηχτος -η, -ο (Α [[ἄπηκτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει πήξει, [[μαλακός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «το [[μυαλό]] του [[είναι]] άπηχτο [[ακόμη]]» — δεν συμπεριφέρεται με [[ωριμότητα]], παιδιαρίζει<br /><b>αρχ.</b><br />[[εκείνος]] που δεν [[είναι]] δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A not capable of being solidified, Arist.Mete.385b1, GA 735b30, HA520a8. 2 not solid, θεμέλια Sor.1.47.
Spanish (DGE)
-ον
1 insolidificable ἀ. ὅσα μὴ ἔχει ὑγρότητα Arist.Mete.385b1, ἀήρ Arist.GA 735b30, πιμελή Arist.HA 520a8, τὸ ὑγρόν Arist.Sens.438a22.
2 que no es sólido θεμέλια Sor.34.23.
German (Pape)
[Seite 290] = ἀπαγής, Arist. gen. anim. 2, 2.
Russian (Dvoretsky)
ἄπηκτος: не густеющий, не твердеющий, не застывающий (ἀήρ, πιμελή Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπηκτος: -ον, ὁ μὴ πηγνύμενος, ὁ μὴ γινόμενος πηκτός, ὁ ἀνεπίδεκτος στερεοποιήσεως, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 8, 6, κ. ἐξ., πρβλ. π. Ζ. Γεν. 2. 2, 7, Ἱστ. Ζ. 3. 17, 1.
Greek Monolingual
κ. άπηχτος -η, -ο (Α ἄπηκτος, -ον)
αυτός που δεν έχει πήξει, μαλακός
νεοελλ.
φρ. «το μυαλό του είναι άπηχτο ακόμη» — δεν συμπεριφέρεται με ωριμότητα, παιδιαρίζει
αρχ.
εκείνος που δεν είναι δυνατόν να πήξει, να στερεοποιηθεί.