inextricable: Difference between revisions
From LSJ
Γυναῖκα θάπτειν κρεῖσσόν ἐστιν ἢ γαμεῖν → Sepelire satius feminam quam ducere → Ein Weib bestatten, besser ist's als heiraten
(CSV4) |
(2) |
||
Line 3: | Line 3: | ||
P. and V. [[ἄπορος]], ἀμηχανος (rare P.), V. [[ἄπειρος]], [[ἀτέρμων]]. | P. and V. [[ἄπορος]], ἀμηχανος (rare P.), V. [[ἄπειρος]], [[ἀτέρμων]]. | ||
<b class="b2">Indissoluble</b>: P. [[ἄλυτος]] (Plat.), [[ἀδιάλυτος]] (Plat.), V. [[ἄρρηκτος]], [[δύσλυτος]], [[δυσεξήνυστος]]. | <b class="b2">Indissoluble</b>: P. [[ἄλυτος]] (Plat.), [[ἀδιάλυτος]] (Plat.), V. [[ἄρρηκτος]], [[δύσλυτος]], [[δυσεξήνυστος]]. | ||
}} | |||
{{esel | |||
|sltx=[[δυσέλικτος]], [[δυσεξέλικτος]], [[δυσερεύνητος]], [[δυσέκπλοκος]], [[δυσχώρητος]], [[ἀτέρμων]], [[ἄπειρος]], [[ἀπείριτος]], [[ἀπείρων]] | |||
}} | }} |
Revision as of 06:39, 22 August 2017
English > Greek (Woodhouse)
adj.
P. and V. ἄπορος, ἀμηχανος (rare P.), V. ἄπειρος, ἀτέρμων. Indissoluble: P. ἄλυτος (Plat.), ἀδιάλυτος (Plat.), V. ἄρρηκτος, δύσλυτος, δυσεξήνυστος.
Spanish > Greek
δυσέλικτος, δυσεξέλικτος, δυσερεύνητος, δυσέκπλοκος, δυσχώρητος, ἀτέρμων, ἄπειρος, ἀπείριτος, ἀπείρων