δυσχώρητος
From LSJ
English (LSJ)
δυσχώρητον,
A hard to traverse: inextricable, ἀκρισία Plb.23.1.13 (s.v.l.).
II difficult to digest, τροφή Aët.9.30.
Spanish (DGE)
-ον
1 inextricable, ἀκρισία Plb.23.1.13.
2 difícilmente digerible τροφή Aët.9.30.
German (Pape)
[Seite 691] wo schwer herauszukommen ist; ἀκρισία Pol. 24. 1, 13; Reiske schreibt δυσχώριστος.
Greek Monolingual
δυσχώρητος, -ον (Α)
1. αυτός από τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να περάσει, αδιέξοδος
2. δύσπεπτος.
Russian (Dvoretsky)
δυσχώρητος: из которого трудно выбраться или найти выход (ἀκρισία Polyb. - v.l. δυσχώριστος).