σοῦσθαι: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σοῦσθαι:''' Μέσ. απαρ. του [[σεύω]]· [[σούσθω]], [[σοῦσθε]], | |lsmtext='''σοῦσθαι:''' Μέσ. απαρ. του [[σεύω]]· [[σούσθω]], [[σοῦσθε]], γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:51, 25 August 2023
English (LSJ)
σοῦσθε, σούσθω, v. σεύω.
French (Bailly abrégé)
inf. prés. Moy. de σοῦμαι, c. σεύομαι, v. σεύω.
Russian (Dvoretsky)
σοῦσθαι: inf. к σοῦμαι.
Greek (Liddell-Scott)
σοῦσθαι: σοῦσθε, σούσσω, ἴδε σεύω.
Greek Monotonic
σοῦσθαι: Μέσ. απαρ. του σεύω· σούσθω, σοῦσθε, γʹ ενικ. και βʹ πληθ. προστ.