σκυμνίον: Difference between revisions
From LSJ
Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skymnion | |Transliteration C=skymnion | ||
|Beta Code=skumni/on | |Beta Code=skumni/on | ||
|Definition=τό, Dim. of <b class="b3">σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου</b>, | |Definition=τό, ''Dim. of'' <b class="b3">σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου</b>, Arist.''HA''608b25, 611b32. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:30, 25 August 2023
English (LSJ)
τό, Dim. of σκύμνος, σ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου, Arist.HA608b25, 611b32.
German (Pape)
[Seite 908] τό, dim. von σκύμνος, Arist. H. A. 9, 1.
Russian (Dvoretsky)
σκυμνίον: τό детеныш (τῆς ἄρκτου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκυμνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σκύμνος, σκ. τῆς φώκης, τῆς ἄρκτου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 9., 9. 6, 1· - σκυμνίσκος, ὁ, Θεόδ. Πρόδρ.
Greek Monolingual
τὸ, Α σκύμνος
υποκορ. μικρός σκύμνος («αἱ δ' ἄρκτοι ὅταν φεύγωσι, τὰ σκυμνία προωθοῦσι», Αριστοτ.).