τετρίγει: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. | |lsmtext='''τετρίγει:''' [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του [[τρίζω]]· τετρῑγῶς, <i>-υῖα</i>, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί <i>τετριγότας</i>, αιτ. πληθ. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:48, 25 August 2023
English (LSJ)
τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, v. τρίζω.
Russian (Dvoretsky)
τετρίγει: эп. 3 л. sing. ppf. к τρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
τετρίγει: τετρῑγυῖα, τετρῑγῶτας, ἴδε τρίζω,
English (Autenrieth)
see τρίζω.
Greek Monotonic
τετρίγει: [ῑ], Επικ. γʹ ενικ. υπερσ. του τρίζω· τετρῑγῶς, -υῖα, μτχ. παρακ.· τετρῑγῶτας, Επικ. αντί τετριγότας, αιτ. πληθ.