ἐδείδιμεν: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐδείδῐμεν:''' -δῐσαν, Επικ. | |lsmtext='''ἐδείδῐμεν:''' -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του [[δείδω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐδᾰφ-δῐσαν, v. δείδω. ἔδεκτο, v. δέχομαι.
French (Bailly abrégé)
1ᵉ pl. pqp. épq. de δείδω.
Russian (Dvoretsky)
ἐδείδῐμεν: эп. 1 л. pl. ppf. к δείδω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, ἴδε δείδω.
English (Autenrieth)
see δείδω.
Greek Monotonic
ἐδείδῐμεν: -δῐσαν, Επικ. αʹ και γʹ πληθ. υπερσ. του δείδω.