ὑπαρκτέον: Difference between revisions
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπαρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπάρχω]], αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπαρκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[ὑπάρχω]], αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=Adj. verb. zu [[ὑπάρχω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:55, 24 November 2022
English (LSJ)
one must begin with, τι Pl.R.467c; τῶν ἴσων ὑ. αὐτῷ he must render equal initial services (to others), Aristid.Or.23(42).29.
Russian (Dvoretsky)
ὑπαρκτέον: adj. verb. к ὑπάρχω.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαρκτέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἀρχίσῃ, τι Πλάτ. Πολ. 467C.
Greek Monotonic
ὑπαρκτέον: ρημ. επίθ. του ὑπάρχω, αυτό που πρέπει να αρχίσει, σε Πλάτ.
German (Pape)
Adj. verb. zu ὑπάρχω.