δισυλλαβία: Difference between revisions
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δισυλλαβία''': ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ. | |lstext='''δισυλλαβία''': ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[δισσυλλαβία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
ἡ, pair of syllables, καταληκτικὸν εἰς δ. Sch.Ar.Av.904, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -λλαβεία Theognost.Can.p.119.4
disilabismo Theognost.l.c., Sch.D.T.270.21, Sch.Er.Il.16.57c, An.Ox.3.320.
Greek (Liddell-Scott)
δισυλλαβία: ἡ, δύο συλλαβαί, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 903 κτλ.
German (Pape)
= δισσυλλαβία.