con precisión: Difference between revisions
From LSJ
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[ἄκρως]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκέως]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]] | |sltx=[[ἀπηρτισμένως]], [[ἀθαρῶς]], [[ἄκρως]], [[διηκριβωμένως]], [[δόρκανα]], [[διακριδόν]], [[ἀτρεκέως]], [[ἀτρεκῶς]], [[διειλημμένως]], [[ἐπ' ἀκριβείας]], [[διά ἀκριβείας]], [[ἐν ἀκριβείᾳ]], [[εἰς τὴν ἀκρίβειαν]], [[μετὰ πάσης ἀκριβείας]], [[πρὸς ἀκρίβειαν]], [[ἐπ' ἀκριβές]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:34, 27 November 2022
Spanish > Greek
ἀπηρτισμένως, ἀθαρῶς, ἄκρως, διηκριβωμένως, δόρκανα, διακριδόν, ἀτρεκέως, ἀτρεκῶς, διειλημμένως, ἐπ' ἀκριβείας, διά ἀκριβείας, ἐν ἀκριβείᾳ, εἰς τὴν ἀκρίβειαν, μετὰ πάσης ἀκριβείας, πρὸς ἀκρίβειαν, ἐπ' ἀκριβές