διειλημμένως

From LSJ

τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διειλημμένως Medium diacritics: διειλημμένως Low diacritics: διειλημμένως Capitals: ΔΙΕΙΛΗΜΜΕΝΩΣ
Transliteration A: dieilēmménōs Transliteration B: dieilēmmenōs Transliteration C: dieilimmenos Beta Code: dieilhmme/nws

English (LSJ)

Adv., (διαλαμβάνω) distinctly, precisely, X.Oec.11.25, Ptol.Tetr.11; opp. ἀδιαλήπτως, Phld.Ir.p.83W., Rh.1.158S.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de διαλαμβάνω con claridad o precisión δ. πολλάκις ἐκρίθην X.Oec.11.25, cf. Ptol.Tetr.1.3.4, Phld.Rh.1.158, op. ἀδιαλήπτως Phld.Ir.41.22
con toda atención Phld.D.1.14.10.

German (Pape)

[Seite 617] abgesondert, bestimmt, genau, Xen. oec. 11, 25, v.l.

French (Bailly abrégé)

adv.
d'une manière distincte, précise.
Étymologie: διειλημμένος part. de διείλημμαι.

Russian (Dvoretsky)

διειλημμένως: отчетливо, четко (κρίνειν Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

διειλημμένως: ἐπίρρ. (διαλαμβάνω) σαφῶς, ἀκριβῶς, Ξεν. Οἰκ. 11, 25 (ἀλλ. διειλημμένος)· ἀντίθ. ἀδιαλήπτως, Φιλόδ. Κυλ. Ἡρακλ. 1. 77 ἐκδ. Ὀξ.

Greek Monolingual

διειλημμένως (Α) επίρρ. διαλαμβάνω
σαφώς, με ακρίβεια.

Greek Monotonic

διειλημμένως: επίρρ. (διαλαμβάνω), σαφώς, ολοφάνερα, ακριβώς, σε Ξεν.

Middle Liddell

adverb διαλαμβάνω, distinctly, Xen.