ρόχθος: Difference between revisions

From LSJ

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.
|mantxt=(=[[βουή]]). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 November 2022

Greek Monolingual

ο / ῥόχθος, ΝΜΑ
θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο του ῥοχθῶ (για το επίθημα του τ. πρβλ. βρό-χθος, μό-χθος)].

Mantoulidis Etymological

(=βουή). Ἠχοποιημένη λέξη ἀπό τόν ἦχο τῶν κυμάτων. Παράγωγο: ροχθέω-ῶ.