ἐπεισόδιον: Difference between revisions
From LSJ
(CSV import) |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπεισόδιον:''' τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐπεισόδιον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[эписодий]] (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора) ([[μέρος]] τραγῳδίας τὸ μεταξὺ ὅλων χορικῶν [[μελῶν]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[вставка]], [[интермедия]], [[эпизод]] (τὰ ἐπεισοδια γέγονεν ἡδονῆς [[ἕνεκεν]] Plut.): ἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. случайности судьбы;<br /><b class="num">3</b> [[прибавка]], [[добавление]]: γαστρὸς ἐπεισόδια Anth. десерт, попойка после трапезы;<br /><b class="num">4</b> (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство (φύκους [[ἄνθος]] ἐ. Anth.). | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου [[ἐπεισόδιος]] (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπό ἔξω καί προστίθεται), πού παράγεται ἀπό τό [[ἐπείσοδος]] (=ἐπιπρόσθετη [[εἴσοδος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπεισοδιόω]] -ῶ (=κάνω τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), [[ἐπεισοδιώδης]], [[ἐπεισοδιάζω]]. | |mantxt=Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου [[ἐπεισόδιος]] (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπό ἔξω καί προστίθεται), πού παράγεται ἀπό τό [[ἐπείσοδος]] (=ἐπιπρόσθετη [[εἴσοδος]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπεισοδιόω]] -ῶ (=κάνω τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), [[ἐπεισοδιώδης]], [[ἐπεισοδιάζω]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:15, 25 November 2022
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισόδιον: τό
1 эписодий (в староатт. трагедии, диалог между двумя выступлениями хора) (μέρος τραγῳδίας τὸ μεταξὺ ὅλων χορικῶν μελῶν Arst.);
2 вставка, интермедия, эпизод (τὰ ἐπεισοδια γέγονεν ἡδονῆς ἕνεκεν Plut.): ἐπεισόδια τῆς τύχης Polyb. случайности судьбы;
3 прибавка, добавление: γαστρὸς ἐπεισόδια Anth. десерт, попойка после трапезы;
4 (sc. μορφῆς) прикраса, косметическое средство (φύκους ἄνθος ἐ. Anth.).
Mantoulidis Etymological
Οὐδέτερο τοῦ ἐπιθέτου ἐπεισόδιος (=αὐτός πού ἔρχεται ἀπό ἔξω καί προστίθεται), πού παράγεται ἀπό τό ἐπείσοδος (=ἐπιπρόσθετη εἴσοδος).
Παράγωγα: ἐπεισοδιόω -ῶ (=κάνω τό λόγο ποικίλο βάζοντας ἐπεισόδια), ἐπεισοδιώδης, ἐπεισοδιάζω.