ρόδον: Difference between revisions
From LSJ
οἱ ὧδε χέζοντες εἰς ὥρας μὴ ἔλθοιεν → a curse on those who relieve themselves here, a curse on those who shit here
(CSV import) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3") |
||
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα). | |mantxt=(=[[τριαντάφυλλο]]). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ [[ροδανός]], ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.<br><b>Παράγωγα:</b> ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=[[κῆπος]] ἀπό τριαντάφυλλα). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:18, 29 November 2022
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. ρόδο.
Mantoulidis Etymological
(=τριαντάφυλλο). Ἀπό ρίζα ραδ- τοῦ ροδανός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα. Ἀρχικά ἦταν ϝρόδον.
Παράγωγα: ροδίζω, ρόδινος, ροδόχρους, ροδωνιά (=κῆπος ἀπό τριαντάφυλλα).