κοτυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κοτῠλίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздавать по частице]] (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).
|elrutext='''κοτῠλίζω:'''<br /><b class="num">1</b> продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[раздавать по частице]] (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:40, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτυλίζω Medium diacritics: κοτυλίζω Low diacritics: κοτυλίζω Capitals: ΚΟΤΥΛΙΖΩ
Transliteration A: kotylízō Transliteration B: kotylizō Transliteration C: kotylizo Beta Code: kotuli/zw

English (LSJ)

sell by the κοτύλη: hence, sell by retail, opp. ἀθρόα πιπράσκειν, Arist.Oec.1347b8, cf. PAmh.92.6 (ii A. D.), Phryn.PSp.79B.; μηδὲ ἐξ ἀμφορέων μηδὲ ἐκ πιθάκνης μηδ' ἐξ ψευδοπίθου κοτυλιζέτω μηδείς BCH50.214 (Thasos, v B. C.): metaph., μηδὲν κ., ἀλλὰ καταπάττειν χύδην Pherecr.168; κίρναντες… τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖσι πένησιν Ar.Fr.683.

Russian (Dvoretsky)

κοτῠλίζω:
1 продавать по котилам, т. е. по мелочам (τὰ φορτία πεπρᾶσθαι Arst.);
2 раздавать по частице (τὴν πόλιν τοῖς πένησιν Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

κοτῠλίζω: μέλλ. -ίσω, πωλῶ μὲ τὴν κοτύλην, πωλῶ λιανικῶς, ἀντίθετον τῷ ἀθρόως πιπράσκειν, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 78, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 9, 2, Α. Β. 46· μεταφορ., κιρνάντες...τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 555.

Greek Monolingual

κοτυλίζω (Α) κοτύλη
1. πουλώ κάτι με την κοτύλη, πουλώ λειανικά («τοῖς δὴ ἐμπόροις καλῶς εἶχε μὴ κοτυλίζειν, ἀλλ' ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι», Αριστοτ.)
2. μτφ. παρέχω λίγα («κίρναντες γὰρ τὴν πόλιν ἡμῶν κοτυλίζετε τοῖς πένησιν», Αριστοφ.).

German (Pape)

kotylenweis verkaufen, die Waren im Kleinen, im Einzelnen verkaufen, Ar. frg. 555 und Pherecr. bei Poll. 7.195; vgl. Phryn. in B.A. 46; Gegensatz ἀθρόα τὰ φορτία πεπρᾶσθαι, Arist. Oec. 2.8.