ἡμίπλαστος: Difference between revisions

From LSJ

μήτε δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement until you have heard a speech on both sides

Source
(a)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb geformt, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1169.png Seite 1169]] halb geformt, Sp.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίπλαστος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει πλαστεί [[κατά]] το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πλαστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>εύ</i>-<i>πλαστος</i>, <i>πρωτό</i>-<i>πλαστος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1169] halb geformt, Sp.

Greek Monolingual

ἡμίπλαστος, -ον (Α)
αυτός που έχει πλαστεί κατά το ήμισυ, ατελώς πλασμένος, μισοπλασμένος, μισοσχηματισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πλαστος (< πλάσσω), πρβλ. εύ-πλαστος, πρωτό-πλαστος].