τρία: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
(b)
 
(6_23)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1139.png Seite 1139]] neutr. von [[τρεῖς]] (w. m. s.), Hom.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1139.png Seite 1139]] neutr. von [[τρεῖς]] (w. m. s.), Hom.
}}
{{ls
|lstext='''τρία''': καὶ δύο (δηλ. κεκραμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1187)· «ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· [[τρεῖς]] μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα καὶ [[πέντε]] ὕδατος πρὸς δύο» Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: «[[τρία]] καὶ δύο, [[τρία]] μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο· ἀρίστη δὲ [[κρᾶσις]] οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος [[τρία]]».
}}
}}

Revision as of 10:34, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1139] neutr. von τρεῖς (w. m. s.), Hom.

Greek (Liddell-Scott)

τρία: καὶ δύο (δηλ. κεκραμένον Ἀριστοφ. Ἱππ. 1187)· «ἐπὶ κράσεως πότου. δύο δὲ ἦσαν κράσεις· τρεῖς μὲν ὕδατος πρὸς ἕνα καὶ πέντε ὕδατος πρὸς δύο» Ἡσύχ. - Κατὰ τὸν Σχολ. Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.: «τρία καὶ δύο, τρία μέρη ὕδατος ἐπιδεχόμενον, οἴνου δὲ δύο· ἀρίστη δὲ κρᾶσις οἴνου δύο μέρη καὶ ὕδατος τρία».