κακολογικός: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kakologikos | |Transliteration C=kakologikos | ||
|Beta Code=kakologiko/s | |Beta Code=kakologiko/s | ||
|Definition= | |Definition=κακολογική, κακολογικόν, [[vituperative]], <b class="b3">τὸ κ.</b> Arist.''Rh.Al.''1440b5. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:32, 25 August 2023
English (LSJ)
κακολογική, κακολογικόν, vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.
German (Pape)
[Seite 1300] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.
Russian (Dvoretsky)
κακολογικός: порицательный, обвинительный (sc. λόγος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κακολογικός: -ή, -όν, ὀνειδιστικός, ψεκτικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κακολογικός, -ή, -όν) κακολογία
αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός.