εἰσάφασμα: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0741.png Seite 741]] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εἰσάφασμα''': τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 5 August 2017
English (LSJ)
[ᾰφ], ατος, τό,
A touch, grasp, A.Fr.204 (pl.).
German (Pape)
[Seite 741] τό, das Anfassen, Aesch. frg. 185.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσάφασμα: τό, ἁφή, πιάσιμον, «εἰσαφάσματα· εἰσπτήματα, ἀπὸ τοῦ εἰσαφιέναι. ἢ σπαράγματα. Αἰσχύλος Προμηθεῖ Λυομένῳ» Ἡσύχ. (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 199).