διαιρετέος: Difference between revisions
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ]+)’" to "$1$2'") |
m (Text replacement - "Plat" to "Plat") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[διαιρετέος]], η, ον verb. adj. of [[διαιρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> [[to be divided]], | |mdlsjtxt=[[διαιρετέος]], η, ον verb. adj. of [[διαιρέω]],]<br /><b class="num">I.</b> [[to be divided]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[διαιρετέον]], one must [[divide]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 05:51, 26 September 2023
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qu'il faut ou qu'on peut diviser.
Étymologie: adj. verb. de διαιρέω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
que debe ser dividido ὁ χρόνος Them.in Ph.141.25, cf. Gloss.2.278.
Greek Monolingual
ο (AM διαιρετέος)
1. αυτός που οφείλει να διαιρεθεί, να κατατμηθεί
2. το αρσ. ως ουσ. μαθ. ποσότητα ή αριθμός που πρόκειται να διαιρεθεί
αρχ.
αυτός που πρέπει να του ανοίξουν τη φλέβα.
Greek Monotonic
διαιρετέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαιρέω·
I. αυτός που πρέπει να διαιρεθεί, να τμηθεί, σε Πλάτ.
II. διαιρετέον, πρέπει κάποιος να διαιρέσει, στον ίδ.
Middle Liddell
διαιρετέος, η, ον verb. adj. of διαιρέω,]
I. to be divided, Plat.
II. διαιρετέον, one must divide, Plat.