παράπλευρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(a)
 
(31)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] neben, an den Seiten (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0494.png Seite 494]] neben, an den Seiten (?).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />αυτός που βρίσκεται [[παρά]] το [[πλευρό]] κάποιου, [[δίπλα]] του, [[πλαϊνός]], [[διπλανός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παραπλεύρως</i> και -<i>α</i><br />[[δίπλα]], στο πλάι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πλευρό]]. Το επίρρ. <i>παραπλεύρως</i> μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].
}}
}}

Latest revision as of 12:14, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 494] neben, an den Seiten (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός.
επίρρ...
παραπλεύρως και -α
δίπλα, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].