παράπλευρος

From LSJ

ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low

Source

German (Pape)

[Seite 494] neben, an den Seiten (?).

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που βρίσκεται παρά το πλευρό κάποιου, δίπλα του, πλαϊνός, διπλανός.
επίρρ...
παραπλεύρως και -α
δίπλα, στο πλάι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πλευρό. Το επίρρ. παραπλεύρως μαρτυρείται από το 1852 στον Π. Χαλικιόπουλο].