συμμαίνομαι: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(a) |
(6_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] mit rasen, Luc. salt. 83. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0980.png Seite 980]] mit rasen, Luc. salt. 83. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''συμμαίνομαι''': [[μετὰ]] πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., [[μαίνομαι]] [[ὁμοῦ]], συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:43, 5 August 2017
English (LSJ)
pf. 2 συμμέμηνα: aor. συνεμάνην [ᾰ]:—
A to be mad together, join in madness, τινι with one, Luc.Salt.83, v.l. in LXX 4 Ma. 10.13; ὁ μαινομένοις μὴ συμμαινόμενος οὗτος μαίνεται prov. ap. Suid. s.v. μετὰ γάρ, cf. Gal.Nat.Fac.1.15: abs., Men.421.
German (Pape)
[Seite 980] mit rasen, Luc. salt. 83.
Greek (Liddell-Scott)
συμμαίνομαι: μετὰ πρκμ. β΄ συμμέμηνα· ἀόρ. συνεμάνην [ᾰ]. ― Παθητ., μαίνομαι ὁμοῦ, συγκοινωνῶ τῆς μανίας τινός, τινι, μετά τινος ἄλλου, Λουκ. π. Ὀρχ. 83· σ. τοῖς μαινομένοις, παροιμ. παρὰ Σουΐδ.· ἀπολ., Μένανδρ. ἐν «Πωλουμένοις» 2.