συναποφύω: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για αιμοφόρα αγγεία) [[διακλαδίζομαι]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) [[συναποφύομαι]]<br />[[συνεκφύομαι]], εκφύομαι [[μαζί]] με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῖρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», <b>Γαλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀποφύω]] «[[φυτρώνω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:49, 6 February 2024
English (LSJ)
cause to branch off with, of blood-vessels, Gal. UP4.11:—Pass., ib.10.2, al.
Greek Monolingual
Α
1. (για αιμοφόρα αγγεία) διακλαδίζομαι
2. (το μέσ.) συναποφύομαι
συνεκφύομαι, εκφύομαι μαζί με άλλον («ἅπασι γὰρ τοῖς ἀπ' ἐγκεφάλου νεύροις συναποφύεταί τις μοῖρα της χονδροειδοῦς μήνιγγος», Γαλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποφύω «φυτρώνω»].