φαρμακοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(b)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1257.png Seite 1257]] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.
}}
{{ls
|lstext='''φαρμακοφόρος''': -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ [[ἐκεῖ]] κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαρμᾰκοφόρος Medium diacritics: φαρμακοφόρος Low diacritics: φαρμακοφόρος Capitals: ΦΑΡΜΑΚΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pharmakophóros Transliteration B: pharmakophoros Transliteration C: farmakoforos Beta Code: farmakofo/ros

English (LSJ)

ον,

   A producing drugs, Eust.1415.54.

German (Pape)

[Seite 1257] Arzneimittel, Gift hervorbringend, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

φαρμακοφόρος: -ον, ὁ φέρων, παράγων φάρμακα, περὶ τῆς Ἐφύρας, «ἐκ ταύτης φασί τινες τὸν Ὀδυσσέα λαβεῖν ἀνδροφόνα φάρμακα λέγοντες φαρμακοφόρον ποτὲ γενέσθαι αὐτὴν, διὰ τὸ ἐκεῖ κατοικῆσαι τὴν Μήδειαν» Εὐστ. 1415 55.