στιχάριον: Difference between revisions
τῷ οὖν τόξῳ ὄνομα βίος, ἔργον δὲ θάνατος → the bow is called life, but its work is death (Heraclitus)
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sticharion | |Transliteration C=sticharion | ||
|Beta Code=stixa/rion | |Beta Code=stixa/rion | ||
|Definition=[ᾰ], τό, ''Dim. of'' [[στίχη]], [[variegated tunic]], σ. λινοῦν ''Sammelb.''6222.27 (iii A.D.), cf. ''PGen.''80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in ''Dura4'' 100 (iii A.D.); also | |Definition=[ᾰ], τό, ''Dim. of'' [[στίχη]], [[variegated tunic]], σ. λινοῦν ''Sammelb.''6222.27 (iii A.D.), cf. ''PGen.''80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in ''Dura4'' 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) [[μαφόριον]], ''Sammelb.'' 7033.39 (v A.D.), ''Stud.Pal.''20.275.6 (vi A.D.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 09:44, 23 January 2024
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of στίχη, variegated tunic, σ. λινοῦν Sammelb.6222.27 (iii A.D.), cf. PGen.80.3 (iv A.D.), etc.; perhaps to be read in Dura4 100 (iii A.D.); also στιχαρο (sic) μαφόριον, Sammelb. 7033.39 (v A.D.), Stud.Pal.20.275.6 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 944] τό, dim. von στίχος, Sp. Bei den Neugriechen ein dichtanliegendes Kleid.
Greek (Liddell-Scott)
στῐχάριον: [ᾰ], τό, χιτὼν πεποικιλμένος ὡς ἔνδυμα ἱερατικόν, Ἐκκλ.
Wikipedia EL
Το στιχάριο ή στοιχάριον είναι άμφιο, κληρικών κοινό και για τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης στην Ορθόδοξη Εκκλησία που περιβάλλονται κατά την διάρκεια τέλεσης ιερουργίας ως πρώτο και εσώτατο άμφιο. Οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι φέρουν κατά κανόνα λευκό ενώ οι διάκονοι ποικίλου χρώματος με βραχύτερες χειρίδες (μανίκια).