3,276,318
edits
m (Text replacement - "ἐπί τινι" to "ἐπί τινι") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> [[être chargé]] : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d'une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, | |btext=<i>f.</i> ἀχθέσομαι <i>ou</i> ἀχθεσθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠχθέσθην]], <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> [[être chargé]] : [[νηῦς]] ἤχθετο τοῖσι OD le navire était alourdi par leur poids;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> être accablé, souffrir : ἤχθετο [[κῆρ]] IL son cœur était accablé ; ἄχθεσθαι [[ἕλκος]] IL souffrir d'une blessure ; ἄχθεσθαι ὀδύνῃσι IL être accablé de chagrins ; <i>en gén.</i> ἄχθεσθαι τινί, ἐπί τινι, [[περί]] τινος être importuné de qqn <i>ou</i> de qch, supporter qqn <i>ou</i> qch avec peine : ἤχθετο δαμναμένους IL il s'irritait de les voir vaincus ; οὐδὲν ἤχθετο ἐκείνων πολεμούντων XÉN il ne lui était nullement désagréable de les voir s'engager dans la guerre ; ἐγὼ [[ἄχθομαι]] τρέφων [[ὑμᾶς]] XÉN je suis fâché de vous nourrir.<br />'''Étymologie:''' [[ἄχθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄχθομαι:''' Παθ. μέλ. <i>ἀχθεσθήσομαι</i> ή (στη Μέσ.) <i>ἀχθέσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠχθέσθην]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, [[νηῦς]] [[ἤχθετο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ψυχική [[πίεση]], [[λύπη]], είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, [[λυπημένος]], είμαι [[θλιμμένος]], σε Όμηρ.· <i>τινι</i>, για ένα [[πράγμα]] ή με ένα [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, | |lsmtext='''ἄχθομαι:''' Παθ. μέλ. <i>ἀχθεσθήσομαι</i> ή (στη Μέσ.) <i>ἀχθέσομαι</i>, αόρ. αʹ [[ἠχθέσθην]]·<br /><b class="num">I.</b> είμαι φορτωμένος, φορτώνομαι, [[νηῦς]] [[ἤχθετο]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για ψυχική [[πίεση]], [[λύπη]], είμαι στενοχωρημένος, θυμωμένος, [[λυπημένος]], είμαι [[θλιμμένος]], σε Όμηρ.· <i>τινι</i>, για ένα [[πράγμα]] ή με ένα [[πρόσωπο]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως, ἐπί τινι, σε Ξεν.· [[περί]] τινος, σε Ηρόδ.· [[ὑπέρ]] τινος, σε Πλάτ.· επίσης με αιτ., [[ἄχθομαι]] [[ἕλκος]], σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης με μτχ. [[είτε]] του υποκ., όπως [[ἄχθομαι]] [[ἰδών]], σε Σοφ.· ή του αντικ., [[ἤχθετο]] δαμναμένους, ότι νικήθηκαν, σε Ομήρ. Ιλ.· [[αλλά]] το υποκ. είναι επίσης σε γεν., οὐδὲν [[ἤχθετο]] αὐτῶν πολεμούντων, δεν είχε [[αντίρρηση]] να [[πάει]] στον πόλεμο, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |