foul-smelling: Difference between revisions
From LSJ
ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language
(Created page with "{{trml |trtx=Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, κάκοσμος, μ...") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | |trtx=Danish: ildelugtende; Greek: [[απόζων]], [[βρομερός]], [[βρωμερός]], [[βρομώδης]], [[δύσοσμος]], [[δυσώδης]], [[κάκοσμος]], [[μεφιτικός]], [[οζώδης]], [[που βρομάει]], [[που έχει άσχημη μυρωδιά]], [[που μυρίζει]], [[που μυρίζει άσχημα]]; Ancient Greek: [[βρομῶδες]], [[βρομώδης]], [[βρωμῶδες]], [[βρωμώδης]], [[δυσῶδες]], [[δυσώδης]], [[ἔμβρωμος]], [[κάκοσμος]]; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: [[foetidus]]; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: [[maloliente]], [[fétido]]; Swedish: illaluktande | ||
}} | }} |
Revision as of 16:22, 22 February 2024
Translations
Danish: ildelugtende; Greek: απόζων, βρομερός, βρωμερός, βρομώδης, δύσοσμος, δυσώδης, κάκοσμος, μεφιτικός, οζώδης, που βρομάει, που έχει άσχημη μυρωδιά, που μυρίζει, που μυρίζει άσχημα; Ancient Greek: βρομῶδες, βρομώδης, βρωμῶδες, βρωμώδης, δυσῶδες, δυσώδης, ἔμβρωμος, κάκοσμος; Hungarian: büdös, bűzös, rossz szagú; Latin: foetidus; Malayalam: ദുർഗന്ധമുള്ള; Norwegian Bokmål: illeluktende; Ottoman Turkish: آغر; Spanish: maloliente, fétido; Swedish: illaluktande