μεφιτικός

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
αυτός που αναδίδει δυσάρεστη, αποκρουστική και επιβλαβή οσμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. mephitique < νεολατ. mephiticus < λατ. mephitis / mefitis (βλ. λ. μεφίτις)].

Translations