κατεξαναστατικός: Difference between revisions
From LSJ
τίς ἐς σὸν κρᾶτ' ἐπύκτευσεν → who hit you with the fist on the head, who has been pummeling your head
(13_2) |
(6_11) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1395.png Seite 1395]] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem [[καταφρονητικός]] entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατεξαναστᾰτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ [[ἐπιτήδειος]] εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται [[μετὰ]] τοῦ [[καταφρονητικός]]), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:47, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A fit for resisting, ἀλγηδόνων, ὀχληρῶν, S.E.M.11.104, 106; ἀρετὴ κ. δικαιοσύνης M.Ant.8.39.
German (Pape)
[Seite 1395] ή, όν, sich wider Einen auflehnend, empörend, τινός, M. Anton. 8, 39; dem καταφρονητικός entsprechend bei Sext. Empir. adv. eth. 104. 106.
Greek (Liddell-Scott)
κατεξαναστᾰτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς ἢ ἐπιτήδειος εἰς κατεξανάστασιν (συνάπτεται μετὰ τοῦ καταφρονητικός), πρὸς ἀντίστασιν ἢ ἐναντίωσιν, καταφρονητικὰ μὲν τοῦ ἡδέος, κατεξαναστατικὰ δὲ τῶν ἀγληδόνων Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 104, 107· δικαιοσύνης κατ. ἀρετὴν οὐχ ὁρῶ ἐν τῇ τοῦ λογικοῦ ζῴου κατασκευῇ Μ. Ἀντων. 8. 39.