προπόλιος: Difference between revisions
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(13_3) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] 1) = [[προπόλεος]], w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0740.png Seite 740]] 1) = [[προπόλεος]], w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προπόλιος''': -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, [[Πολυδ]]. Β΄, 12· [[προπόλιος]] τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· [[ἀλλά]], ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, [[εἶδος]] καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ [[πρόσωπον]], Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. [[προκόμιον]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:17, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A grey-haired before his time, Poll.2.12; προπόλιος τὴν κόμην Sch.Pi.O.4.32. II προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου chaplet, dub. in Semus 20.
German (Pape)
[Seite 740] 1) = προπόλεος, w. m. s. – 2) vor der Zeit graues Haar habend, Poll. Bei Ath. XIV, 622 c ist προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου περιθέμενοι eine Art Maske, wie es scheint.
Greek (Liddell-Scott)
προπόλιος: -ον, ὁ πρὸ τοῦ προσήκοντος χρόνου πολιὸς γενόμενος, Πολυδ. Β΄, 12· προπόλιος τὴν κόμην Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 4. 32· ἀλλά, ΙΙ. προπόλιον ἐξ ἑρπύλλου, εἶδος καλύμματος ἐξ ἑρπύλλου περικαλύπτοντος τὸ πρόσωπον, Σῆμος παρ’ Ἀθην. 622C· ὁ Δινδ. προκόμιον.