γαγάτης: Difference between revisions
From LSJ
δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything
(c2) |
(7) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0469.png Seite 469]] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[γαγάτης]])<br />[[συμπαγής]] [[ποικιλία]] μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην [[κοσμηματοποιία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σχηματισμός σε -<i>της</i>, που [[κατά]] τον Πλίνιο προήλθε από <i>Γάγας</i> ή <i>Γάγαι</i>, [[ονομασία]] πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. [[γαγάτης]] προήλθε και το λατ. <i>gag</i><i>ā</i><i>t</i><i>ē</i><i>s</i>, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. <i>jais</i>, γερμ. <i>Gagať</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:01, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.
Greek Monolingual
ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].