γαγάτης
πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword
German (Pape)
[Seite 469] ὁ, Gagat, ein steinhartes, schwarzes Bergpech, von der lycischen Stadt Γάγαι.
Greek Monolingual
ο (AM γαγάτης)
συμπαγής ποικιλία μαύρου λιγνίτη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην κοσμηματοποιία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -της, που κατά τον Πλίνιο προήλθε από Γάγας ή Γάγαι, ονομασία πόλεως και ποταμού της Λυκίας. Από τη λ. γαγάτης προήλθε και το λατ. gagātēs, απ' όπου και τα νεώτερα γαλλ. jais, γερμ. Gagať].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: (sc. λίθος) lignite (Orph., Plin., Dsc.).
Other forms: Also γαγγῖτις or γαγγῆτις λίθος (Str.); this form may be or have been influenced by the adj. of the Ganges. And ἐγαγὶς πέτρα (Nic.) = γαγάτης.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Anat.
Etymology: Acc. to Pliny 36, 141 from Γάγας or Γάγγαι town and river in Lycia. The forms with γαγγ-, with prenasalization, confirm the Anatolian (= Pre-Greek?) origin. From here Lat. gagātēs, with Fr. jais, Germ. Gagat etc. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.
Frisk Etymology German
γαγάτης: (sc. λίθος)
{gagátēs}
Grammar: m.
Meaning: Pechkohle, Gagat (Orph., Plin., Dsk. usw.).
Etymology : Nach Plin. 36, 141 von Γάγας Stadt und Fluß in Lykien. Daraus lat. gagātēs, wovon franz. jais, dt. Gagat usw. Vgl. Redard Les noms grecs en -της 53, 234.
Page 1,281