λικμάω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] mit der Worfschaufel, [[λικμός]], das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν [[σῖτον]] λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0046.png Seite 46]] mit der Worfschaufel, [[λικμός]], das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' [[ἄνεμος]] ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν [[σῖτον]] λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''λικμάω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· [[ὄφρα]] τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., [[διασκορπίζω]] ὡς [[ἄχυρον]], Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21).
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λικμάω Medium diacritics: λικμάω Low diacritics: λικμάω Capitals: ΛΙΚΜΑΩ
Transliteration A: likmáō Transliteration B: likmaō Transliteration C: likmao Beta Code: likma/w

English (LSJ)

fut. -ήσω X.Oec.18.8: aor.

   A ἐλίκμησα B.Fr.34:— part the grain from the chaff, winnow, ἀνδρῶν λικμώντων Il.5.500; σῖτον λ. X.Oec.18.6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων B.l.c.: metaph., scatter like chaff, LXX Ez.29.12; make away with, ib.Is.30.22; crush, destroy, ἐλίκμησάν μου τὸ λάχανον BGU146.8 (iii A.D.); ἐφ' ὃν δ' ἂν πέσῃ (sc. ὁ λίθος) λικμήσει αὐτόν Ev.Luc.20.18.

German (Pape)

[Seite 46] mit der Worfschaufel, λικμός, das Getreide von der Spreu reinigen, worfeln, ὡς δ' ἄνεμος ἄχνας φορέει ἱερὰς κατ' ἀλωὰς ἀνδρῶν λικμώντων Il. 5, 500; καθαροῦμεν τὸν σῖτον λικμῶντες Xen. Oec. 18, 6; καρπὸν ἀπ' ἀσταχύων Bacchyl. 20 (VI, 53); Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λικμάω: μέλλ. -ήσω, Ξεν. Οἰκ. 18. 8· ἀόρ. ἐλίκμησα, Βακχυλ. Ἐπιγράμμ. 2. 4. Χωρίζω τὸν σῖτον ἀπὸ τοῦ ἀχύρου διὰ λικμήσεως, «λιχνίζω», ἀνδρῶν λικμώντων Ἰλ. Ε. 500· σῖτον λικμᾶν Ξεν. Οἰκ. 18, 6· ὄφρα τάχιστα λικμήσῃ πεπόνων καρπὸν ἀπ’ ἀσταχύων Βακχυλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· - μεταφορ., διασκορπίζω ὡς ἄχυρον, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 44, κτλ., πρβλ. Ἑβδ. (Ἰὼβ ΚΖ΄, 21).