ἡγούμενος: Difference between revisions

From LSJ

ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡγούμενος''': ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· -ἡγουμενία, ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).
|lstext='''ἡγούμενος''': ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· - [[ἡγουμενία]], ἡ, τὸ [[ἀξίωμα]] [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 8724. - [[ἡγουμενικός]], ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και γούμενος, ο, θηλ. ηγουμένη, γουμένη και ηγουμένισσα, γουμένισσα (AM [[ἡγούμενος]], θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και ἡγουμένισσα, γουμένισσα) [[ηγούμαι]]<br /><b>βλ.</b> [[ηγούμαι]].
|mltxt=και γούμενος, ο, θηλ. ηγουμένη, γουμένη και ηγουμένισσα, γουμένισσα (AM [[ἡγούμενος]], θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και ἡγουμένισσα, γουμένισσα) [[ηγούμαι]]<br /><b>βλ.</b> [[ηγούμαι]].
}}
}}

Revision as of 06:59, 20 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡγούμενος Medium diacritics: ἡγούμενος Low diacritics: ηγούμενος Capitals: ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: hēgoúmenos Transliteration B: hēgoumenos Transliteration C: igoymenos Beta Code: h(gou/menos

English (LSJ)

ὁ, president, abbot, father superior, principal, v. ἡγέομαι II.3.

Greek (Liddell-Scott)

ἡγούμενος: ὁ, ἀρχηγὸς μοναστηρίου, συχνὸν ἐν μεταγεν. Ἐπιγραφ., ὡς Συλλ. Ἐπιγρ. 8634. 8724, κ. ἀλλ.· - ἡγουμενία, ἡ, τὸ ἀξίωμα αὐτοῦ, αὐτόθι 8724. - ἡγουμενικός, ή, όν, Μ. Ἀκομ. τ. Β΄, σ. 256 (Λεξ. Κουμ.).

Greek Monolingual

και γούμενος, ο, θηλ. ηγουμένη, γουμένη και ηγουμένισσα, γουμένισσα (AM ἡγούμενος, θηλ. ἡγουμένη, Μ και γούμενος, θηλ. και ἡγουμένισσα, γουμένισσα) ηγούμαι
βλ. ηγούμαι.