διακυβερνάω: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(c2)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0585.png Seite 585]] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διακῠβερνάω''': κυβερνῶ διὰ μέσου, [[διευθύνω]], τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.
}}
}}

Revision as of 10:02, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακῠβερνάω Medium diacritics: διακυβερνάω Low diacritics: διακυβερνάω Capitals: ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΑΩ
Transliteration A: diakybernáō Transliteration B: diakybernaō Transliteration C: diakyvernao Beta Code: diakuberna/w

English (LSJ)

   A steer through, pilot, τὸ θνητὸν ζῷον, τἀνθρώπινα, Pl. Ti.42e, Lg.709b; τὸν κόσμον Plu.2.1026f; τὸν πότον ib.712b; ἐμαυτήν τε καὶ τὸ παιδίον σοῦ PLond.1.42.16 (ii B.C.); of a physician, Arist.Pr.859a18:—Pass., Iamb.Myst.8.3.

German (Pape)

[Seite 585] durchsteuern, regieren; πολιτείαν Plat. Polit. 301 d; Phil. 28 d u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακῠβερνάω: κυβερνῶ διὰ μέσου, διευθύνω, τὰ θνητά, τἀνθρώπινα Πλάτ. Τιμ. 42Ε, Νόμ. 709Β· ἐπὶ ἰατροῦ, Ἀριστ. Προβλ. 1.3· - διακυβέρνησις καὶ διακυβερνητικός, μεταγεν.