μέτοχος: Difference between revisions
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
(13_4) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ [[πλεῦν]] [[μέτοχος]], Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0162.png Seite 162]] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ [[πλεῦν]] [[μέτοχος]], Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μέτοχος''': -ον, ([[μετέχω]], [[μετοχή]]), ὁ μετέχων, ἔχων [[μέρος]] ἔκ τινος, [[μετὰ]] γεν., τῆς συμφορῆς τὸ [[πλεῦν]] [[μέτοχος]] Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς [[ἔργον]] τι, συναυτουργός, [[συνεργός]], τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:35, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A sharing in, partaking of, c. gen., [τῆς συμφορῆς] τὸ πλεῦν μέτοχος Hdt.3.52; μ. ἐλπίδων, τέχνης, E.Ion698 (lyr.), Pl.Phdr. 262d; τοῦ βίου, of a wife, Diod.Com.3.5; δίκης Arist.Mu.401b29. II Subst., partner, accomplice in, τοῦ φόνου E.HF721, Antipho 3.3.11: abs., Th.8.92; partner in business, PHib.1.109.3 (iii B. C.), PCair.Zen.176.102 (iii B. C.), Ostr.Bodl.i92, 251 (ii B. C.), Ev.Luc.5.7, etc. 2 member of a board of officials, freq. in phrase ὁ δεῖνα καὶ μέτοχοι πράκτορες, ἐπιτηρηταί, ἀγορανόμοι, τραπεζῖται, etc., PFlor.358.5 (ii A. D.), PSI2.160.4 (ii A. D.), PStrassb.52.17 (ii A. D.), POxy.96.4 (ii A. D.), etc. 3 joint owner of a house, CPHerm.119 Aiv 20 (iii A. D.). III θεῶν μέτοχοι, of the demigods, Arist.Fr. 640.20, cf. IG14.2117 (Rome).
German (Pape)
[Seite 162] theilhabend, theilnehmend, τινός, woran, πόλεως, τέχνης, Plat. Legg. III, 689 d Phaedr. 262 d u. öfter; συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος, Her. 3, 52; absol., Thuc. 8, 92; θεῶν, Arist. ep. 3 (App. 9, 341; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μέτοχος: -ον, (μετέχω, μετοχή), ὁ μετέχων, ἔχων μέρος ἔκ τινος, μετὰ γεν., τῆς συμφορῆς τὸ πλεῦν μέτοχος Ἡρόδ. 3. 52· μ. ἐλπίδων, τέχνης, κτλ., Εὐρ. Ἴων 697, Πλάτ. Φαῖδρ. 262D, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ μετέχων εἰς ἔργον τι, συναυτουργός, συνεργός, τοῦ φόνου Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 721, Ἀντιφῶν 123. 38· ἀπολ., Θουκ. 8. 92. ΙΙΙ. θεῶν μέτοχοι, οἱ ἡμίθεοι, Ἀριστ. ἐν Bgk Λυρ. 458.