λαχνήεις: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
(13_5)
(6_6)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0020.png Seite 20]] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = [[λαχναῖος]], haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, [[δέρμα]] 9, 548, wie sp. D., [[κάρη]] Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – [[ὄροφος]], von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.
}}
{{ls
|lstext='''λαχνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, [[πλήρης]] ἐρίων, [[τριχωτός]], «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων [[κόμης]], [[ὄροφος]] γὰρ [[εἶδος]] καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.
}}
}}

Revision as of 11:01, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαχνήεις Medium diacritics: λαχνήεις Low diacritics: λαχνήεις Capitals: ΛΑΧΝΗΕΙΣ
Transliteration A: lachnḗeis Transliteration B: lachnēeis Transliteration C: lachnieis Beta Code: laxnh/eis

English (LSJ)

Dor. λαχν-άεις, εσσα, εν, contr. λαχν-ῆς Hdn.Gr.2.618:—

   A woolly, hairy, shaggy, Φῆρες Il.2.743; στήθεα 18.415; στέρνα Pi.P.1.19; συὸς δέρμα Il.9.548; λ. ὄροφος downy, soft thatch, 24.451.

German (Pape)

[Seite 20] εσσα, εν, zsgzgn λαχνῆς, bei Arcad. 24, 21, = λαχναῖος, haarig, rauch, στήθεα λαχνήεντα, die sonst λάσια heißen, Il. 18, 415; Pind. λαχνάεντα στέρνα, P. 1, 19; Φῆρες Il. 2, 743, δέρμα 9, 548, wie sp. D., κάρη Ap. Rh. 1, 1312; von den Löwen, Opp. Cyn. 3, 37; – ὄροφος, von wolligem Rohr oder Schilfe, Il. 24, 451.

Greek (Liddell-Scott)

λαχνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, πλήρης ἐρίων, τριχωτός, «μαλλιαρός», Φῆρες Ἰλ. Β. 743· στήθεα Σ. 415· στέρνα Πινδ. Π. 1. 34· δέρμα συὸς Ἰλ. Ι. 548· λαχνήεντ’ ὄροφον, «τὸν δασύν. λέγει δὲ τὴν ἀπὸ τῆς καλάμης ὕλην, καὶ τῆς τούτων κόμης, ὄροφος γὰρ εἶδος καλάμου πρὸς ὀροφὴν ἐπιτηδείου» (Σχόλ.), Ω. 451.