κίχρημι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(13_6a) |
(6_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1444.png Seite 1444]] ([[χράω]]), fut. χρήσω, <b class="b2">leihen, borgen</b>; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν [[ξυρόν]] Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; [[ἀργύριον]] αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠθέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προσδεηθεὶς ἀργυρίου, προσελθὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν [[κίχρημι]] ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. <b class="b2">sich leihen</b>; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch [[κιχράω]] sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. [[χράω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1444.png Seite 1444]] ([[χράω]]), fut. χρήσω, <b class="b2">leihen, borgen</b>; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν [[ξυρόν]] Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; [[ἀργύριον]] αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠθέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προσδεηθεὶς ἀργυρίου, προσελθὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν [[κίχρημι]] ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. <b class="b2">sich leihen</b>; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch [[κιχράω]] sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. [[χράω]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κίχρημι''': [[δανείζω]], μέσ. κίχραμαι, δανείζομαι, ἴδε [[χράω]] Β· ― οὐσιαστ. κίχρησις, εως, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 12. 303. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:39, 5 August 2017
English (LSJ)
A lend:—Med., κίχραμαι borrow, v. χράω:—Subst. κίχρησις, εως, ἡ, Tz.H.12.303.
German (Pape)
[Seite 1444] (χράω), fut. χρήσω, leihen, borgen; χρῆσόν γε νῦν ἡμῖν ξυρόν Ar. Th. 219; τινί τι, Her. 3, 58; ἀργύριον αὐτῷ χρῆσαι οὐκ ἠθέλησεν Plat. Demodoc. 384 e; προσδεηθεὶς ἀργυρίου, προσελθὼν τῷ πατρὶ ἐκέλευσε χρῆσαι χιλίας Dem. 49, 6; darleihen, τῶν κτημάτων σοι τῶν ἐμῶν κίχρημι ὅ τι βούλει 53, 12; κιχράς Plut. Pomp. 29. – Med. sich leihen; Antiphan. B. A. 116, 11; Plut. u. Sp., die auch κιχράω sagen, Lob. zu Phryn. 402. Vgl. χράω.
Greek (Liddell-Scott)
κίχρημι: δανείζω, μέσ. κίχραμαι, δανείζομαι, ἴδε χράω Β· ― οὐσιαστ. κίχρησις, εως, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 12. 303.